βολβός: Difference between revisions
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βορβός, ο (AM [[βολβός]])<br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[βλαστός]] που έχει τροποποιηθεί [[έτσι]] ώστε να εκτελεί αποταμιευτική [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> η εδώδιμη [[ρίζα]] του φυτού λεοπολδία<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων οργάνων που έχουν [[σχήμα]] βολβού («[[βολβός]] του οφθαλμού», «[[βολβός]] του δωδεκαδακτύλου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν [[κυρίως]] στρογγυλά αντικείμενα<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>bulla</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», λιθ. <i>burbuas</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», <i>bulbus</i> «[[πατάτα]]», αρμ. <i>botk</i>» «[[ραπάνι]]», αρχ. ινδ. <i>bάlbaja</i> «[[είδος]] χόρτου». Στην Ελληνική η λ. [[βολβός]] συνδέθηκε και με το [[βώλος]] «[[σβώλος]]». Τέλος, το λατ. <i>bulbus</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | |mltxt=και βορβός, ο (AM [[βολβός]])<br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[βλαστός]] που έχει τροποποιηθεί [[έτσι]] ώστε να εκτελεί αποταμιευτική [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> η εδώδιμη [[ρίζα]] του φυτού λεοπολδία<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων οργάνων που έχουν [[σχήμα]] βολβού («[[βολβός]] του οφθαλμού», «[[βολβός]] του δωδεκαδακτύλου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν [[κυρίως]] στρογγυλά αντικείμενα<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>bulla</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», λιθ. <i>burbuas</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», <i>bulbus</i> «[[πατάτα]]», αρμ. <i>botk</i>» «[[ραπάνι]]», αρχ. ινδ. <i>bάlbaja</i> «[[είδος]] χόρτου». Στην Ελληνική η λ. [[βολβός]] συνδέθηκε και με το [[βώλος]] «[[σβώλος]]». Τέλος, το λατ. <i>bulbus</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βολβός:''' ὁ, είδος κρεμμυδοειδούς ρίζας, σε Θεόκρ.· ο [[καρπός]] ο ονομαζόμενος «βορβός» ή «βρουβός» (η [[βρούβα]]), που βρίσκεται στους αγρούς της Ελλάδας. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec.1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr.926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, Zwiebel, Bolle, die gegessen wurde, Ar. Nub. 189 (Schol. erkl. ὕδνα) Eccl. 1092 u. Sp., wild wachsend, auch angebaut.
Greek (Liddell-Scott)
βολβός: ὁ, Λατ. Bulbus, εἶδος κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ λίαν ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» τανῦν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bulbe, oignon.
Étymologie: DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. βῶλος, lat. bulla.
Greek Monolingual
και βορβός, ο (AM βολβός)
1. υπόγειος βλαστός που έχει τροποποιηθεί έτσι ώστε να εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία
2. η εδώδιμη ρίζα του φυτού λεοπολδία
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων οργάνων που έχουν σχήμα βολβού («βολβός του οφθαλμού», «βολβός του δωδεκαδακτύλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν κυρίως στρογγυλά αντικείμενα
πρβλ. λατ. bulla «φυσαλλίδα νερού», λιθ. burbuas «φυσαλλίδα νερού», bulbus «πατάτα», αρμ. botk» «ραπάνι», αρχ. ινδ. bάlbaja «είδος χόρτου». Στην Ελληνική η λ. βολβός συνδέθηκε και με το βώλος «σβώλος». Τέλος, το λατ. bulbus είναι δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
βολβός: ὁ, είδος κρεμμυδοειδούς ρίζας, σε Θεόκρ.· ο καρπός ο ονομαζόμενος «βορβός» ή «βρουβός» (η βρούβα), που βρίσκεται στους αγρούς της Ελλάδας.