ἀρχέτας: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχέτας]], ο <b>δωρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αρχηγός]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[ηγεμονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] ή [[αρχός]] ή [[αρχή]]].
|mltxt=[[ἀρχέτας]], ο <b>δωρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αρχηγός]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[ηγεμονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] ή [[αρχός]] ή [[αρχή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχέτας:''' ὁ, Δωρ. αντί <i>ἀρχέτης</i>, [[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Ευρ.· ως επίθ., ἀρχ. [[θρόνος]], [[ηγεμονικός]] [[θρόνος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχέτας Medium diacritics: ἀρχέτας Low diacritics: αρχέτας Capitals: ΑΡΧΕΤΑΣ
Transliteration A: archétas Transliteration B: archetas Transliteration C: archetas Beta Code: a)rxe/tas

English (LSJ)

ὁ, Dor. for ἀρχέτης,

   A leader, prince, E.El.1149: as Adj., ἀ. θρόνος princely throne, Id.Heracl.753.

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, dor. = ἀρχέτης, Führer, Herrscher, Eur. El. 1149; als adj., θρόνος, Herrscherthron, Heraclid. 753.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ ἀρχέτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, Εὐρ. Ἠλ. 1149· ὡς ἐπίθ. ἀρχ. θρόνος, ἡγεμονικὸς θρόνος, Εὐρ. Ἡρακλ. 753.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
1 commandant, chef;
2 adj. de chef, de roi, royal.
Étymologie: ἄρχω.

Spanish (DGE)

(ἀρχέτᾱς) ὁ
dór.
1 caudillo, príncipe E.El.1149, Fr.773.57.
2 adj. real θρόνος E.Heracl.753.

Greek Monolingual

ἀρχέτας, ο δωρ. (Α)
1. ο αρχηγός, ο ηγέτης
2. ως επίθ. ο ηγεμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω ή αρχός ή αρχή].

Greek Monotonic

ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. αντί ἀρχέτης, οδηγός, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Ευρ.· ως επίθ., ἀρχ. θρόνος, ηγεμονικός θρόνος, στον ίδ.