εὐπέτεια: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπέτεια]] και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [[ευπετής]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], [[καχεξία]], [[μαρασμός]] του σώματος.
|mltxt=[[εὐπέτεια]] και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [[ευπετής]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], [[καχεξία]], [[μαρασμός]] του σώματος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπέτεια Medium diacritics: εὐπέτεια Low diacritics: ευπέτεια Capitals: ΕΥΠΕΤΕΙΑ
Transliteration A: eupéteia Transliteration B: eupeteia Transliteration C: efpeteia Beta Code: eu)pe/teia

English (LSJ)

Ion. εὐπετ-είη, ἡ,

   A ease, δι' εὐπετείας easily, E.Ph.262; μετ' εὐπετείας γίγνεσθαι Pl.Ti.64d; κατὰ πολλὴν εὐπέτειαν D.H.6.52: pl., εὐπετείας διδόναι give facilities, grant indulgences, κακίας πέρι Pl.R. 364c.    2 easiness of getting or having, γυναικῶν Hdt.5.20; τροφῆς X.Oec.5.5; τῶν προθυμουμένων Pl.Lg.718d; ἀγορᾶς Plu.Nic.20.    3 easy decline, degeneration, Hp.Nat.Hom.12.

German (Pape)

[Seite 1088] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit ἀφθονία verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der εὐμάρεια entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Uebertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπέτεια: ἡ, εὐκολία, δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) εὐκολία περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) ἀσθένεια, ἀδυναμία σώματος, Ἱππ. 230. 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;
2 grande quantité, abondance.
Étymologie: εὐπετής.

Greek Monolingual

εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) ευπετής
1. ευκολία, ευχέρεια
2. αφθονία, περίσσεια
3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός του σώματος.

Greek Monotonic

εὐπέτεια: ἡ,
1. ευκολία, δι' εὐπετείας, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., εὐπετείας διδόναι, παροχή ευκολιών, προσφορά ανέσεων, σε Πλάτ.
2. ευκολία λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.