ἡδυπάθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυπάθημα]], τὸ (Α) [[ηδυπαθώ]]<br />[[ηδυπάθεια]], [[απόλαυση]] («[[ἡδυπάθημα]] σαρκός», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[ἡδυπάθημα]], τὸ (Α) [[ηδυπαθώ]]<br />[[ηδυπάθεια]], [[απόλαυση]] («[[ἡδυπάθημα]] σαρκός», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυπάθημα:''' -ατος, τό, [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]], [[αναψυχή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠπάθημα Medium diacritics: ἡδυπάθημα Low diacritics: ηδυπάθημα Capitals: ΗΔΥΠΑΘΗΜΑ
Transliteration A: hēdypáthēma Transliteration B: hēdypathēma Transliteration C: idypathima Beta Code: h(dupa/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A enjoyment, σαρκός AP9.496 (<Ath.>).

German (Pape)

[Seite 1154] τό, = ἡδυπάθεια, Athen. ep. 1 (IX,496).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθημα: τό, ἀπόλαυσις, Ἀνθ. Π. 9. 496.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disposition à la joie, enjouement;
2 mollesse, sensualité.
Étymologie: ἡδυπαθέω.

Greek Monolingual

ἡδυπάθημα, τὸ (Α) ηδυπαθώ
ηδυπάθεια, απόλαυσηἡδυπάθημα σαρκός», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἡδυπάθημα: -ατος, τό, απόλαυση, ευχαρίστηση, τέρψη, αναψυχή, σε Ανθ.