ἱστοδόκη: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱστοδόκη]])<br />διχαλωτή [[υποδοχή]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου [[πάνω]] στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιστοπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δουρο</i>-<i>δόκη κυμο</i>-<i>δόκη</i>].
|mltxt=η (Α [[ἱστοδόκη]])<br />διχαλωτή [[υποδοχή]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου [[πάνω]] στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιστοπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δουρο</i>-<i>δόκη κυμο</i>-<i>δόκη</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱστοδόκη:''' ἡ ([[δέχομαι]]), [[ξύλο]] που εξέχει στην [[πρύμνη]] και πάνω στο οποίο κατεβάζονταν και στηρίζονταν το [[κατάρτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοδόκη Medium diacritics: ἱστοδόκη Low diacritics: ιστοδόκη Capitals: ΙΣΤΟΔΟΚΗ
Transliteration A: histodókē Transliteration B: histodokē Transliteration C: istodoki Beta Code: i(stodo/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A mast-holder, a piece of wood standing up from the stern, on which the mast rested when let down, Il.1.434; glossed by ἱστο-θήκη, Sch.D adloc., EM478.30.

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοδόκη: ἡ, ξύλον ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ ἱστός, ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., ὅστις ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chevalet sur lequel on renverse le mât d’un vaisseau.
Étymologie: ἱστός, δέχομαι.

English (Autenrieth)

(δέχομαι): mast-receiver, mast-crutch, a saw-horse shaped support on the after-deck to receive the mast when lowered, Il. 1.434†. (Plate IV.)

Greek Monolingual

η (Α ἱστοδόκη)
διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη του πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός
νεοελλ.
η ιστοπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη κυμο-δόκη].

Greek Monotonic

ἱστοδόκη: ἡ (δέχομαι), ξύλο που εξέχει στην πρύμνη και πάνω στο οποίο κατεβάζονταν και στηρίζονταν το κατάρτι, σε Ομήρ. Ιλ.