κουρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />boutique de barbier.<br />'''Étymologie:''' [[κουρεύς]].
|btext=ου (τό) :<br />boutique de barbier.<br />'''Étymologie:''' [[κουρεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουρεῖον:''' τό ([[κουρεύς]]), [[κουρείο]], [[κατάστημα]] κουρέα, [[μπαρμπέρικο]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεῖον Medium diacritics: κουρεῖον Low diacritics: κουρείον Capitals: ΚΟΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: koureîon Transliteration B: koureion Transliteration C: koureion Beta Code: kourei=on

English (LSJ)

τό, (κουρά)

   A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up, καί τοι λόγος γ' ἦν . . πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl.338, cf. Av.1441; πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.); ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47 W.    II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 (κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κουρεῖον: τό, (κουρὰ) ἐργαστήριον κουρέως, ἔνθα συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι λόγος γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ πρόβατον ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο κουρεῶτις, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 (ἔνθα ἡμαρτημένως φέρεται κούριον)· πρβλ. μεῖον ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boutique de barbier.
Étymologie: κουρεύς.

Greek Monotonic

κουρεῖον: τό (κουρεύς), κουρείο, κατάστημα κουρέα, μπαρμπέρικο, σε Αριστοφ.