θητικός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θητικός]], -ή, -όν (Α) [[θης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους [[θήτες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θητικόν</i><br />α) οι [[θήτες]], η [[τάξη]] τών θητών<br />β) ο [[φόρος]] που πλήρωναν οι [[θήτες]]<br />γ) (σε [[εκστρατεία]]) επιμελητές στρατοπέδων<br /><b>3.</b> όμοιος με [[θήτα]], [[δουλικός]]. | |mltxt=[[θητικός]], -ή, -όν (Α) [[θης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους [[θήτες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θητικόν</i><br />α) οι [[θήτες]], η [[τάξη]] τών θητών<br />β) ο [[φόρος]] που πλήρωναν οι [[θήτες]]<br />γ) (σε [[εκστρατεία]]) επιμελητές στρατοπέδων<br /><b>3.</b> όμοιος με [[θήτα]], [[δουλικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θητικός:''' -ή, -όν ([[θής]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την [[εργασία]] των υπηρετών, [[μισθωτός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ θητικόν</i>, η [[τάξη]] όσων χαρακτηρίζονταν <i>«θῆτες»</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a hireling, menial, ἔργον Arist.Rh.1367a31; βάναυσος ἢ θ. βίος Id.Pol.1278a21; -ωτέρα ργασία ib.1341b14; θ. καὶ δουλικὸν πράττειν ib.1337b21. 2 τὸ θ.,= οἱ θῆτες, the class of θῆτες, ib.1274a21,al.; θ. τελεῖν pay on the assessment of a θής at Athens, Id.Ath. 7.4, Lex ap.D.43.54; θ. τέλος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τὸ θ. in an army, servants, camp-followers, etc., Arr.Tact.2.1. 3 like a θής, servile, πάντες οἱ κόλακες θ. Arist.EN1125a2, cf. Luc.Fug.12.
German (Pape)
[Seite 1211] den θής betreffend; ἔργον, Tagelöhnerarbeit, Arist. rhet. 1, 9; τὸ θητικόν, die Klasse der θῆτες in Athen, polit. 2, 10 (vgl. Plut. Sol. 291; die Klasse der Tagelöhner, ibd. 6, 7 (das arme Volk, D. Hal. 3, 1); auch compar., ἐργασίαν θητικωτέραν ibd. 8, 8; πάντες οἱ κόλακες θητικοί eth. 4, 8, geht auf die Gesinnung, gemein; vgl. Luc. fug. 12.
Greek (Liddell-Scott)
θητικός: -ή, -όν, (θὴς) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μισθωτὸν ἐργάτην, ἔργον Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26· βάναυσος καὶ θ. θίος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 5, 5· θητικωτέρα ἐργασία αὐτόθι 8. 6, 15· θ. καὶ δουλικὸν πράττειν αὐτόθι 8. 2, 6. 2) τὸ θητικόν, = οἱ θῆτες, ἡ τάξις τῶν θητῶν, αὐτόθι 2. 12, 6., 4. 4, 10., 6. 7, 1· ὡσαύτως ὁ φόρος ἐτέλουν οἱ θῆτες, Νόμ. παρὰ Δημ. 1067. 27, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 9, 7. 17. 22., 10. 3, Πολυδ. Η΄, 130. 3) ὅμοιος πρὸς θῆτα, δουλικός, πάντες οἱ κόλακες θ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 29, πρβλ. Λουκ. Δραπέτ. 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de mercenaire ; subst. τὸ θητικόν la classe des citoyens pauvres.
Étymologie: θής.
Greek Monolingual
θητικός, -ή, -όν (Α) θης
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν
α) οι θήτες, η τάξη τών θητών
β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες
γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων
3. όμοιος με θήτα, δουλικός.
Greek Monotonic
θητικός: -ή, -όν (θής),
1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την εργασία των υπηρετών, μισθωτός, σε Αριστ.
2. τὸ θητικόν, η τάξη όσων χαρακτηρίζονταν «θῆτες», στον ίδ.