μετανίσσομαι: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[pass]] [[over]] (the meridian), of the [[sun]], only w. βουλῦτόνδε. | |auten=[[pass]] [[over]] (the meridian), of the [[sun]], only w. βουλῦτόνδε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετανίσσομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., περνώ στην [[άλλη]] [[πλευρά]], <i>Ἠέλιος μετενίσσετο</i>, ο [[ήλιος]] περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδιώκω]], [[στοχεύω]], σε Ευρ.· επίσης, [[νικώ]], [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 151] (s. νίσσομαι), hinüber, auf die andere Seite gehen; ἦμος δ' Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Il. 16, 779, Od. 9, 58, sobald Helios zum Stierabspannen, d. i. zur abendlichen Seite des Himmels hinüberwandelte; – nach Einem gehen, um ihn zu erreichen, μετανίσσεαι αὐτόν, Pind. P. 5, 8; Eur. Troad. 131.
Greek (Liddell-Scott)
μετανίσσομαι: ἀποθετ., πορεύομαι, μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἦμος δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, διώκω, Εὐρ. Τρῳ. 131· ὡσαύτως, κερδαίνω, λαμβάνω κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· ἀπέρχομαι εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 (ἔνθα μετανείσεται).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se diriger d’un autre côté, s’en aller, s’éloigner.
Étymologie: μετά, νίσσομαι.
English (Autenrieth)
pass over (the meridian), of the sun, only w. βουλῦτόνδε.
Greek Monotonic
μετανίσσομαι:I. αποθ., περνώ στην άλλη πλευρά, Ἠέλιος μετενίσσετο, ο ήλιος περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.
II. με αιτ., επιδιώκω, στοχεύω, σε Ευρ.· επίσης, νικώ, αποκτώ κυριότητα, σε Πίνδ.