περπερεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[πέρπερος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[μιλώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ [[ἀγάπη]] οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).
|mltxt=ΜΑ [[πέρπερος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[μιλώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ [[ἀγάπη]] οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''περπερεύομαι:''' αποθ., [[καυχιέμαι]] ή [[κομπάζω]] για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περπερεύομαι Medium diacritics: περπερεύομαι Low diacritics: περπερεύομαι Capitals: ΠΕΡΠΕΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: perpereúomai Transliteration B: perpereuomai Transliteration C: perpereyomai Beta Code: perpereu/omai

English (LSJ)

   A boast, brag, 1 Ep.Cor.13.4, M.Ant.5.5.

German (Pape)

[Seite 603] ein πέρπερος sein, wie ein πέρπερος reden, handeln, d. i. windbeuteln, großprahlen, aufschneiden, sich womit brüsten, lügen, wie ἀλαζονεύομαι, Sp., N. T., wo es προπετεύεται, καλλωπίζεται erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

être léger, frivole, étourdi.
Étymologie: πέρπερος.

English (Strong)

middle voice from perperos (braggart; perhaps by reduplication of the base of πέραν); to boast: vaunt itself.

English (Thayer)

(to be πέρπερος, i. e. vain-glorious, braggart, Polybius 32,6, 5; 40,6, 2; Epictetus diss. 3,2, 14); to boast oneself (A. V. vaunt oneself): Antoninus 5,5; the compound ἐμπερπερεύεσθαι is used of adulation, employing rhetorical embellishments in extolling another excessively, in Cicero, ad Attic. 1,14. Hesychius περπερεύεται. κατεπαίρεται); Cf. Osiander (or Wetstein) on 1 Corinthians , the passage cited (Gataker on Marc. Antoninus 5,5, p. 143).

Greek Monolingual

ΜΑ πέρπερος
καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).

Greek Monotonic

περπερεύομαι: αποθ., καυχιέμαι ή κομπάζω για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη