προτέμνω: Difference between revisions
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. [[προτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το [[θέτω]] [[μπροστά]] από κάποιον («[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[αμπέλι]]) [[κλαδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτέμνομαι</i><br />α) [[κόβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[κόβω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[θερίζω]] εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.). | |mltxt=ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. [[προτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το [[θέτω]] [[μπροστά]] από κάποιον («[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[αμπέλι]]) [[κλαδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτέμνομαι</i><br />α) [[κόβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[κόβω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[θερίζω]] εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτέμνω:''' Ιων. και Επικ. -[[τάμνω]]· μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>προὔτᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[περικόπτω]] εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκόπτω]] το [[επάνω]] [[μέρος]] ή [[απλώς]] [[κόβω]], Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[κόβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο [[αυλάκι]] [[μπροστά]] μου, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. προὔτᾰμον,
A cut off beforehand, [ὄψον] προταμών Il.9.489. II cut off in front, cut short, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών Od. 23.196; prune vines, PLond.1.131.375, al. (i A.D.). III Med., cut forward or in front of one, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην if in ploughing I cut an unbroken furrow before me, Od.18.375; but προταμέσθαι ἀρούρας mow them before, A.R.3.1387.
German (Pape)
[Seite 791] (s. τέμνω), ion. u. ep. προτάμνω, vorher zerschneiden, vorschneiden, πρίν γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.
Greek (Liddell-Scott)
προτέμνω: Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -τάμνω· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. ἀποκόπτω τὸ ἄνω μέρος ἢ ἁπλῶς κόπτω, Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., κόπτω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) ἀλλά, προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.
French (Bailly abrégé)
f. προτεμῶ, ao.2 προὔταμον;
1 couper en avant, acc.;
2 couper ou retrancher auparavant;
Moy. προτέμνομαι fendre ou tracer devant soi, acc..
Étymologie: πρό, τέμνω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α τέμνω
1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.)
2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με αμπέλι) κλαδεύω
4. μέσ. προτέμνομαι
α) κόβω προς τα εμπρός ή κόβω πριν από κάποιον άλλο («εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην», Ομ. Οδ.)
β) θερίζω εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).
Greek Monotonic
προτέμνω: Ιων. και Επικ. -τάμνω· μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ προὔτᾰμον·
I. περικόπτω εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αποκόπτω το επάνω μέρος ή απλώς κόβω, Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ.
III. Μέσ., κόβω μπροστά σε κάποιον, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο αυλάκι μπροστά μου, στο ίδ.