προσεμβαίνω: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χλευάζω]], [[προσβάλλω]] επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=Α [[ἐμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χλευάζω]], [[προσβάλλω]] επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεμβαίνω:''' [[πατώ]] πάνω σε κάποιον, [[καταπατώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348. II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.
German (Pape)
[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
marcher en outre sur, càd fouler en outre aux pieds, τινι.
Étymologie: πρός, ἐμβαίνω.
Greek Monolingual
Α ἐμβαίνω
1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως
2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.)
3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.).