ὑφιζάνω: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]], [[κατακαθίζω]] («τὸ [[χῶμα]] ὑφίζανεν [[ἄφνω]]», <b>Αππ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[επιδερμίδα]] [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[στέρηση]]) [[βαθουλώνω]] ή [[κρεμάω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> <b>εκκλ.</b> (για τους αγγέλους) [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]], [[άλλος]] τ. του ρ. <i>ἵζω</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]], [[κατακαθίζω]] («τὸ [[χῶμα]] ὑφίζανεν [[ἄφνω]]», <b>Αππ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[επιδερμίδα]] [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[στέρηση]]) [[βαθουλώνω]] ή [[κρεμάω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> <b>εκκλ.</b> (για τους αγγέλους) [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]], [[άλλος]] τ. του ρ. <i>ἵζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ὑφίζω, Arist. HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382. II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.
French (Bailly abrégé)
I. 1 s’asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s’affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d’un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι
2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)
3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)
4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω
5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱζάνω, άλλος τ. του ρ. ἵζω].
Greek Monotonic
ὑφιζάνω: = ὑφίξω, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω κάτω από, με δοτ., σε Ευρ.