στρόβος: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> στερεό απιοειδούς, [[συνήθως]], σχήματος [[σώμα]] που καταλήγει σε [[ακίδα]] και περιστρέφεται, όπως η [[κοινή]] [[σβούρα]] τών παιδικών παιχνιδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιστροφή]], [[δίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στροβ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. [[στρεβλός]] (<b>βλ.</b>λ. [[στρέφω]])]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> στερεό απιοειδούς, [[συνήθως]], σχήματος [[σώμα]] που καταλήγει σε [[ακίδα]] και περιστρέφεται, όπως η [[κοινή]] [[σβούρα]] τών παιδικών παιχνιδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιστροφή]], [[δίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στροβ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. [[στρεβλός]] (<b>βλ.</b>λ. [[στρέφω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρόβος:''' ὁ ([[στρέφω]]), [[περιστροφή]] ή [[περιδίνηση]], [[στριφογύρισμα]], λέγεται για το [[αποτέλεσμα]] του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A whirling round, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ, of a whirlwind, A.Ag.657: pl. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.
Greek (Liddell-Scott)
στρόβος: ὁ, συστροβή, δίνη, περιστροφή· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), στρόμβος 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tourbillon, tournoiement;
2 ceinture.
Étymologie: στρέφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
φυσ. στερεό απιοειδούς, συνήθως, σχήματος σώμα που καταλήγει σε ακίδα και περιστρέφεται, όπως η κοινή σβούρα τών παιδικών παιχνιδιών
αρχ.
περιστροφή, δίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροβ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. στρεβλός (βλ.λ. στρέφω)].
Greek Monotonic
στρόβος: ὁ (στρέφω), περιστροφή ή περιδίνηση, στριφογύρισμα, λέγεται για το αποτέλεσμα του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.