φιβάλεως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ω, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]], η [[συκιά]], που παράγει τα σύκα αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εως</i>, όπως και άλλες ονομ. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλά</i>-<i>εως</i>, <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>κορών</i>-<i>εως</i>, <i>μελίν</i>-<i>εως</i>). Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει [[μεγάλη]] μορφολογική [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[φίβαλις]], [[φιβαλέον]]). Κατά μία [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, [[αρχικός]] θεωρήθηκε ο τ. [[φίβαλις]], σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο [[τοπωνύμιο]] <i>Φίβαλις της</i> περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το [[φαινόμενο]] <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>gamay</i> «[[ποικιλία]] σταφυλιού» από το ομώνυμο [[χωριό]] της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, [[είναι]] ότι ο τ. [[φίβαλις]] [[είναι]] μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. [[φιβάλεως]], που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> [[δύναμις]], -<i>άμεως</i>)].
|mltxt=-ω, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]], η [[συκιά]], που παράγει τα σύκα αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εως</i>, όπως και άλλες ονομ. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλά</i>-<i>εως</i>, <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>κορών</i>-<i>εως</i>, <i>μελίν</i>-<i>εως</i>). Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει [[μεγάλη]] μορφολογική [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[φίβαλις]], [[φιβαλέον]]). Κατά μία [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, [[αρχικός]] θεωρήθηκε ο τ. [[φίβαλις]], σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο [[τοπωνύμιο]] <i>Φίβαλις της</i> περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το [[φαινόμενο]] <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>gamay</i> «[[ποικιλία]] σταφυλιού» από το ομώνυμο [[χωριό]] της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, [[είναι]] ότι ο τ. [[φίβαλις]] [[είναι]] μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. [[φιβάλεως]], που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> [[δύναμις]], -<i>άμεως</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐβάλεως:''' [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το [[Φίβαλις]], [[τοποθεσία]] στην Αττική ή τα [[Μέγαρα]]· ονομ. πληθ. <i>φιβάλεῳ</i>, αιτ. [[φιβάλεως]], σε Αττ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐβάλεως Medium diacritics: φιβάλεως Low diacritics: φιβάλεως Capitals: ΦΙΒΑΛΕΩΣ
Transliteration A: phibáleōs Transliteration B: phibaleōs Transliteration C: fivaleos Beta Code: fiba/lews

English (LSJ)

[ᾰ], ω, ἡ, a kind of

   A early fig, found in Com. in pl., nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας.    II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.

German (Pape)

[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.

Greek (Liddell-Scott)

φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.

French (Bailly abrégé)

ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.

Greek Monolingual

-ω, ἡ, Α
1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)
2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά-εως, κανθάρ-εως, κορών-εως, μελίν-εως). Ο τ. απαντά κυρίως στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει μεγάλη μορφολογική ποικιλία (πρβλ. φίβαλις, φιβαλέον). Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, αρχικός θεωρήθηκε ο τ. φίβαλις, σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο τοπωνύμιο Φίβαλις της περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το φαινόμενο πρβλ. γαλλ. gamay «ποικιλία σταφυλιού» από το ομώνυμο χωριό της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο τ. φίβαλις είναι μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. φιβάλεως, που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -ις, -εως (πρβλ. δύναμις, -άμεως)].

Greek Monotonic

φῐβάλεως: [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το Φίβαλις, τοποθεσία στην Αττική ή τα Μέγαρα· ονομ. πληθ. φιβάλεῳ, αιτ. φιβάλεως, σε Αττ.