μεγαλωστί: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλωστί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], φαρδιά πλατιά<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], [[λαμπρά]]<br /><b>3.</b> τεράστια, πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. [[μεγάλως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>cid</i>) [[κατά]] τα [[νεωστί]], [[ἱερωστί]]. | |mltxt=[[μεγαλωστί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], φαρδιά πλατιά<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], [[λαμπρά]]<br /><b>3.</b> τεράστια, πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. [[μεγάλως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>cid</i>) [[κατά]] τα [[νεωστί]], [[ἱερωστί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλωστί:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. επίρρ. του [[μέγας]], [[μακριά]] και πλατιά, σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεγάλως]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, [[μεγαλοπρεπῶς]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Adv. of μέγας,
A far and wide, over a vast space, κεῖτο μέγας μ. Il.16.776, cf. 18.26; κεῖσο μέγας μ. Od.24.40, cf. Sapph. Supp.20a.18. II v.l. for μεγάλως, Hdt.2.161, Arr.An.4.12.1, al. 2 = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.5.67, 6.70, Plb.28.13.5, Luc.Zeux.8.— Ep., Ion., and late Prose.
German (Pape)
[Seite 108] großartig, groß; μέγας μεγαλωστί vrbdt Hom. Il. 16, 776, wo Schol. ἐπὶ μέγαν τόπον des dabeistehenden κεῖτο wegen erkl., über einen großen Raum hin, vgl. 18, 26 Od. 24, 40; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 838; einfach = μεγάλως, z. B. μ. προσέπταισε Her. 2, 161, τιμᾶν, 5, 67, ὑπεδέξατο, prächtig, 6, 70; einzeln bei Sp., wie Luc. Zeus. 8; την προαίρεσιν ἀποδέχεσθαι, eifrig, Pol. 28, 11, 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sur un grand espace;
2 grandement;
3 avec grandeur, avec magnificence.
Étymologie: μέγας.
English (Autenrieth)
μέγας μεγαλωστί, ‘great in his (thy) greatness,’ of a stately form prostrate upon the earth, Il. 16.776, Il. 18.26, Od. 24.40.
Greek Monolingual
μεγαλωστί (Α)
επίρρ.
1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά
3. τεράστια, πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί.
Greek Monotonic
μεγᾰλωστί: [ῐ],
I. Επικ. και Ιων. επίρρ. του μέγας, μακριά και πλατιά, σε μεγάλη έκταση, σε Όμηρ.
II. 1. μεγάλως, σε Ηρόδ.
2. επίσης, μεγαλοπρεπῶς, στον ίδ.