θύμον: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θύμον]], τὸ και [[θύμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[θύμος]], το [[θυμάρι]], η [[θυμαριά]], το χαμοδρούμπι<br /><b>2.</b> θαλάσσιο [[φυτό]]<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] από [[θυμάρι]], [[μέλι]] και [[ξίδι]] που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θύμον]]<br />τὸ [[σκόροδον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I) με τη [[σημασία]] «[[ευωδιάζω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυμίζω]], [[θύμινον]], [[θύμιον]], [[θυμίτης]], [[θυμόεις]], [[θυμώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυμελαία]], [[θυμοξάλμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμόλη]], [[θυμόμελι]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επίθυμον]]]. | |mltxt=[[θύμον]], τὸ και [[θύμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[θύμος]], το [[θυμάρι]], η [[θυμαριά]], το χαμοδρούμπι<br /><b>2.</b> θαλάσσιο [[φυτό]]<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] από [[θυμάρι]], [[μέλι]] και [[ξίδι]] που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θύμον]]<br />τὸ [[σκόροδον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I) με τη [[σημασία]] «[[ευωδιάζω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυμίζω]], [[θύμινον]], [[θύμιον]], [[θυμίτης]], [[θυμόεις]], [[θυμώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυμελαία]], [[θυμοξάλμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμόλη]], [[θυμόμελι]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επίθυμον]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θύμον:''' [ῠ] , τό ή [[θύμος]], -έος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[θυμός]], σε Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μείγμα]] θυμαριού με [[μέλι]] και [[ξίδι]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τό, Arist.HA626b21, Pr.925a9, Thphr.HP6.2.3.: dual
A θύμω Pherecr.167: pl., θύμα Eup.14.5, Antiph.179.4: gen. θύμων Ar.Pl.283; θυμέων AP9.226.2 (Zonas):—also θύμος, ὁ, Dsc.3.36:— Cretan thyme, Thymbra capitata, ll.cc., Hp.Vict.2.54, al.; τὸ μύρον φάσκειν οὐδὲν τοῦ θ. ἥδιον ὄζειν Thphr.Char.4.1. b a marine plant, Id.HP4.7.2. 2 mixture of thyme with honey and vinegar, eaten by the poor of Attica, Ar.Pl.253, cf. 283, Antiph.226.7, Luc.Fug.14, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1224] τό, = θύμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θύμον: ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ ὡσαύτως θύμος, ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ θύμος, τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν αὐτοῦ ὀσμήν, ἢ διότι κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) μῖγμα θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ ἔνθα ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. αὐτόθι 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θύμον˙ τὸ σκόροδον», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας ὄπισθεν κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις σάρξ ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται θύμος» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ ὡσαύτως καλεῖται σῦκον. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
thym, plante.
Étymologie: θύω.
Greek Monolingual
θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α)
1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι
2. θαλάσσιο φυτό
3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι
4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον
τὸ σκόροδον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη σημασία «ευωδιάζω».
ΠΑΡ. αρχ. θυμίζω, θύμινον, θύμιον, θυμίτης, θυμόεις, θυμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυμελαία, θυμοξάλμη
νεοελλ.
θυμόλη, θυμόμελι. (Β' συνθετικό) αρχ. επίθυμον].
Greek Monotonic
θύμον: [ῠ] , τό ή θύμος, -έος, ὁ,
1. θυμός, σε Αριστοφ., κ.λπ.
2. μείγμα θυμαριού με μέλι και ξίδι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).