κάνναβις: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κάνναβις]]) <b>βλ.</b> [[κάναβη]]. | |mltxt=η (Α [[κάνναβις]]) <b>βλ.</b> [[κάναβη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάννᾰβις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i>, αιτ. <i>κάνναβιν</i> ή <i>καννάβιδα</i>· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο [[καπνός]] από την [[καύση]] της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, gen. ιος Hdt.4.74, εως Sor.2.46, Gal.6.549; acc.
A κάνναβιν Moschio ap.Ath.5.206f, κανναβίδα (sic codd.) Hdt.l.c., Paus.6.26.6:—hemp, Cannabis sativa, S.Fr.243, Hdt.l.c., Dsc.3.148, etc. (but κ. ἀγρία hemp-mallow, Althaea cannabina, ib.149): in pl., -ίδες hemp-seed, Ephipp.13.6; burnt and used to medicate vapour baths, Hdt.4.75:—hence κανναβισθῆναι take a vapour-bath, Hsch. (Cf. OE. hænep 'hemp', Skt. śahás 'a kind of hemp', etc.; borrowed perh. fr. Ugro-Finnish, cf. Čeremissian ke[ndot ]e, ki[ndot ]e 'hemp' and Syrianian pïš 'hemp'.)
German (Pape)
[Seite 1321] auch κάναβις, Phot. lex., ιος, Sp. εως, auch ιδος, s. nachher, ἡ (κάννα), Hanf, Her. 4, 74 u. Sp.; auch das daraus bereitete Werg; ein hanfenes Kleid, in dieser Bdtg bei Her. im accus. καννάβιδα od. κανναβίδα, wie Paus. 6, 26, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κάννᾰβις: ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., Πολυδ. Ζ΄, 72· αἰτ. κάνναβιν Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· ὡσαύτως καννάβιδα (οὐχὶ -βίδα) Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παυσ. 6. 26, 6: - «καννάβι», Σοφ. Ἀποσπ. 231, Ἡρόδ., ἐν τῷ πληθ., σπόροι καννάβεως, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2 (ἔνθα φέρεται: κανναβίδες)· οἱ Σκῦθαι καίοντες σπέρμα καννάβεως ἐκαπνίζοντο πρὸς ἐξίδρωσιν, καὶ τοῦτο ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς ὡς λουτρόν, διότι οὐδέποτε ἐλούοντο δι’ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 75· ἐντεῦθεν, κανναβισθῆναι, «πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι» Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ←anam, Λατ. cannabis· Λιθ. kannapes· Ἀγγλο-Σαξον. hoenep· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hanf, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 chanvre, plante;
2 vêtement en toile de chanvre.
Étymologie: κάννα.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κάννᾰβις: ἡ, γεν. -ιος, αιτ. κάνναβιν ή καννάβιδα· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο καπνός από την καύση της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.