Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλοκἀγαθικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλοκἀγαθικός]], -ή, -όν (Α) [[καλοκάγαθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε καλό και [[αγαθό]] άνθρωπο, [[έντιμος]], [[αγαθός]], [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενάρετος]], [[ηθικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγαθικῶς</i> (Α)<br />έντιμα, χρηστά, με [[αγαθότητα]] και [[καλοσύνη]].
|mltxt=[[καλοκἀγαθικός]], -ή, -όν (Α) [[καλοκάγαθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε καλό και [[αγαθό]] άνθρωπο, [[έντιμος]], [[αγαθός]], [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενάρετος]], [[ηθικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγαθικῶς</i> (Α)<br />έντιμα, χρηστά, με [[αγαθότητα]] και [[καλοσύνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλοκἀγᾰθικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ταιριάζει στον <i>καλὸν κἀγαθόν</i>, [[έντιμος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] στην <i>καλακἀγαθία</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοκἀγᾰθικός Medium diacritics: καλοκἀγαθικός Low diacritics: καλοκαγαθικός Capitals: ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΚΟΣ
Transliteration A: kalokagathikós Transliteration B: kalokagathikos Transliteration C: kalokagathikos Beta Code: kaloka)gaqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable, προαίρεσις Plb.7.11.9. Adv. -κῶς BMus.Inscr.925b8 (Branchidae), Plu.Phoc.32.    2 inclined to καλοκἀγαθία, Id.Them.3, 2.225f: Comp., Muson.Fr.14p.76H.

German (Pape)

[Seite 1312] ή, όν, einem καλὸς καὶ ἀγαθός geziemend, brav, rechtschaffen; προαίρεσις Pol. 7, 12, 9; τὸν τρόπον Plut. Them. 3, öfter; compar., Muson. bei Stob. fl. 67, 20. – Adv., καλοκἀγαθικῶς καὶ γενναίως Plut. Phoc. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’une parfaite loyauté.
Étymologie: καλοκἀγαθός.

Greek Monolingual

καλοκἀγαθικός, -ή, -όν (Α) καλοκάγαθος
1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός
2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός.
επίρρ...
καλοκἀγαθικῶς (Α)
έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη.

Greek Monotonic

κᾰλοκἀγᾰθικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ταιριάζει στον καλὸν κἀγαθόν, έντιμος· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
2. αυτός που έχει κλίση στην καλακἀγαθία, στον ίδ.