πρέσβος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πρέσβευμα]]. σεβαστό [[αντικείμενο]] (α. «[[βασίλεια]] γῡ<br />ναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις» β. «[[πρέσβος]] Αργείων [[τόδε]]» — σεβαστή [[εκκλησία]], [[συνέλευση]] τών Αργείων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα: [[κράτος]], [[κῦδος]]. | |mltxt=-εος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πρέσβευμα]]. σεβαστό [[αντικείμενο]] (α. «[[βασίλεια]] γῡ<br />ναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις» β. «[[πρέσβος]] Αργείων [[τόδε]]» — σεβαστή [[εκκλησία]], [[συνέλευση]] τών Αργείων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα: [[κράτος]], [[κῦδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρέσβος:''' τό (πρεσβύς), [[αντικείμενο]] [[τιμής]], σε Αισχύλ.· [[πρέσβος]] Ἀργείων, η σεβάσμια [[συνέλευση]] των Αργείων, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εος, τό, poet. word,
A object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.
German (Pape)
[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l’auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.
Greek Monotonic
πρέσβος: τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.