Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐωπός: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐωπός]], -όν (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] σε κάποιον, [[φιλικός]], [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐωπός]]<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπ</i>-<i>ωπα</i>, <i>όψομαι</i>). Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική κατάλ. -<i>ωπός</i>].
|mltxt=[[εὐωπός]], -όν (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] σε κάποιον, [[φιλικός]], [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐωπός]]<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπ</i>-<i>ωπα</i>, <i>όψομαι</i>). Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική κατάλ. -<i>ωπός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐωπός:''' -όν, = [[εὐώψ]], σε Ευρ.· <i>εὐ. πύλαι</i>, φιλικές πύλες, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωπός Medium diacritics: εὐωπός Low diacritics: ευωπός Capitals: ΕΥΩΠΟΣ
Transliteration A: euōpós Transliteration B: euōpos Transliteration C: evopos Beta Code: eu)wpo/s

English (LSJ)

(A), όν,

   A = εὐώψ, E.Or.918, D.P.1075, Babr.124.9; εὐ.πύλαι friendly gates, E.Ion 1611 (troch.): in later Prose, Max.Tyr.8.3.    II seeing well, Arist.GA780b36; εὐ. ὄμμα, of a snake, Ael.NA8.12.
εὐωπός (B), ὁ, a

   A sea-fish, Opp.H.1.256.

German (Pape)

[Seite 1111] schönäugig, von schönem Ansehen, μορφῇ μὲν οὐκ εὐωπός, ἀνδρεῖος δ' ἀνήρ Eur. Or. 918; auch εὐωποὶ πύλαι, Ion 1611; gut, scharf sehend, πόῤῥωθεν Arist. gen. an. 5, 1; εὐωπότεροι ὀφθαλμοί Ael. H. A. 5, 47 u. öfter. – Ὁ, ein Seefisch, Opp. H. 1, 256.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωπός: -όν, = εὐώψ, Εὐρ. Ὀρ. 918, Διον. Π. 1075, Βαβρ. 124· εὐ. πύλαι, φιλικαὶ πύλαι, Εὐρ. Ἴων 1611. ΙΙ. ὁ βλέπων καλῶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 beau à voir, aux beaux yeux;
2 qui voit bien ou qui voit de loin;
Cp. εὐωπότερος.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Greek Monolingual

εὐωπός, -όν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη
2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός
3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση
4. το αρσ. ως ουσ. εὐωπός
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωπος (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπ-ωπα, όψομαι). Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάλ. -ωπός].

Greek Monotonic

εὐωπός: -όν, = εὐώψ, σε Ευρ.· εὐ. πύλαι, φιλικές πύλες, στον ίδ.