θαμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαμβαίνω]] (Α) [[θάμβος]]<br />[[είμαι]] [[έκπληκτος]], [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] («θάμβαινε σταθείς», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[θαμβαίνω]] (Α) [[θάμβος]]<br />[[είμαι]] [[έκπληκτος]], [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] («θάμβαινε σταθείς», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαμβαίνω:''' = [[θαμβέω]], [[μένω]] [[έκπληκτος]], είμαι θαμπωμένος με [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A = θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.
German (Pape)
[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).
French (Bailly abrégé)
être frappé d’étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.
English (Slater)
θαμβαίνω
1 admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v. l.) (O. 3.32)
Greek Monolingual
θαμβαίνω (Α) θάμβος
είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θαμβαίνω: = θαμβέω, μένω έκπληκτος, είμαι θαμπωμένος με κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.