ἀρίσημος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρίσημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αξιοσημείωτος, [[σημαντικός]]<br /><b>2.</b> [[ευδιάκριτος]], αυτός που φαίνεται [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]].
|mltxt=[[ἀρίσημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αξιοσημείωτος, [[σημαντικός]]<br /><b>2.</b> [[ευδιάκριτος]], αυτός που φαίνεται [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρίσημος:''' Δωρ. -σᾱμος, -ον ([[σῆμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολύ]] [[σαφής]], [[εναργής]], [[ορατός]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίσημος Medium diacritics: ἀρίσημος Low diacritics: αρίσημος Capitals: ΑΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: arísēmos Transliteration B: arisēmos Transliteration C: arisimos Beta Code: a)ri/shmos

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα)

   A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene).    II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)

• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.

Greek Monolingual

ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].

Greek Monotonic

ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.