ἀταλάφρων: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀταλάφρων]], -ον (Α)<br />(για [[παιδιά]]) [[τρυφερός]], [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αταλάφρων]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «<i>αταλά φρονέων</i>», με α' συνθετικό το επίθ. [[αταλός]] στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[αταλάφρων]] (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. [[αταλός]]) προερχόμενος από <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταλάφρων]] «[[καρτερόψυχος]], [[ανθεκτικός]]» και με [[σημασία]] «[[έντρομος]], φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη [[συμπεριφορά]] του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό [[χωρίο]] (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως [[είναι]] ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>α</i>-), υστερεί σημασιολογικά, [[αφού]] [[πουθενά]] δεν παραδίδεται η λ. [[αταλάφρων]] με τη [[σημασία]] «[[δειλός]], [[έντρομος]], φοβισμένος»]. | |mltxt=[[ἀταλάφρων]], -ον (Α)<br />(για [[παιδιά]]) [[τρυφερός]], [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αταλάφρων]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «<i>αταλά φρονέων</i>», με α' συνθετικό το επίθ. [[αταλός]] στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[αταλάφρων]] (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. [[αταλός]]) προερχόμενος από <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταλάφρων]] «[[καρτερόψυχος]], [[ανθεκτικός]]» και με [[σημασία]] «[[έντρομος]], φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη [[συμπεριφορά]] του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό [[χωρίο]] (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως [[είναι]] ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>α</i>-), υστερεί σημασιολογικά, [[αφού]] [[πουθενά]] δεν παραδίδεται η λ. [[αταλάφρων]] με τη [[σημασία]] «[[δειλός]], [[έντρομος]], φοβισμένος»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀταλάφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ [[μυαλό]], λέγεται για [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω)
A tender-minded, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.
English (Autenrieth)
(ἀταλός, φρήν): merryhearted, Il. 6.400†.
Spanish (DGE)
(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀταλόφρων IG 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-λᾱ]
1 tierno, inocente ref. a niños ἀμφίπολος κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Il.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι ἔθος Clem.Al.Paed.1.5.19, cf. IG l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.
2 adv. -όνως sin madurez mental, torpemente Leont.H.Monoph.M.86.1845A.
• Etimología: Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. ἀταλός.
Greek Monolingual
ἀταλάφρων, -ον (Α)
(για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α' συνθετικό το επίθ. αταλός στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρχικός είναι ο τ. αταλάφρων (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. αταλός) προερχόμενος από α- στερ. + ταλάφρων «καρτερόψυχος, ανθεκτικός» και με σημασία «έντρομος, φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη συμπεριφορά του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό χωρίο (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως είναι ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό φωνήεν -α-), υστερεί σημασιολογικά, αφού πουθενά δεν παραδίδεται η λ. αταλάφρων με τη σημασία «δειλός, έντρομος, φοβισμένος»].
Greek Monotonic
ἀταλάφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ μυαλό, λέγεται για παιδί, σε Ομήρ. Ιλ.