ἠρεμία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἠρεμία]]) [[ήρεμος]]<br /><b>1.</b> [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]], [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[γαλήνη]], [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] ενός σώματος του οποίου τα [[σημεία]] δεν μεταβάλλουν [[θέση]] ως [[προς]] ένα [[σύστημα]] αναφοράς.
|mltxt=η (AM [[ἠρεμία]]) [[ήρεμος]]<br /><b>1.</b> [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]], [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[γαλήνη]], [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] ενός σώματος του οποίου τα [[σημεία]] δεν μεταβάλλουν [[θέση]] ως [[προς]] ένα [[σύστημα]] αναφοράς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠρεμία:''' ἡ, [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]]· ἐπὶ ἠρεμίας [[ὑμῶν]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμία Medium diacritics: ἠρεμία Low diacritics: ηρεμία Capitals: ΗΡΕΜΙΑ
Transliteration A: ēremía Transliteration B: ēremia Transliteration C: iremia Beta Code: h)remi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.202a4; ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph.988b4, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46.    2 of the mind, quietude, ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def.412a, cf. Arist.de An.406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 (ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11).

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, Ruhe, Gelassenheit; ψυχῆς Plat. Defin. 412 a; neben ἡσυχία Dem. 13, 9, v. l. ἐρημία; Ggstz von κίνησις Arist. Eth. 7, 14; καὶ ἀπάθεια 2, 3; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμία: ἡ, ἡσυχία, ἀταραξία, ἀντίθ. κίνησις, = ἀκινησία, Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. ἡμερία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme, tranquillité, repos.
Étymologie: *ἠρεμής.

Greek Monolingual

η (AM ἠρεμία) ήρεμος
1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη
2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση
νεοελλ.
φυσ. κατάσταση ενός σώματος του οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς.

Greek Monotonic

ἠρεμία: ἡ, ησυχία, αταραξία, ακινησία· ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν, σε Δημ.