θέραψ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέραψ]], ὁ (Α)<br />[[θεράπων]] («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[θεράπων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θεραπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεράπιον]], [[θεραπίς]].
|mltxt=[[θέραψ]], ὁ (Α)<br />[[θεράπων]] («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[θεράπων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θεραπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεράπιον]], [[θεραπίς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέραψ:''' -ᾰπος, ὁ, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] αντί <i>θεράποντος</i>· ονομ. πληθ. <i>θέραπες</i>, σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέραψ Medium diacritics: θέραψ Low diacritics: θέραψ Capitals: ΘΕΡΑΨ
Transliteration A: théraps Transliteration B: theraps Transliteration C: theraps Beta Code: qe/ray

English (LSJ)

ᾰπος, ὁ, poet.,= θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 (Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 (Notium): usu. in nom. pl.,

   A θέραπες E.Ion94(anap.), Supp.762, Ion Eleg.2.2, Maiist.14, AP12.229 (Strato): acc. pl. θέραπας in late Prose, Ant.Lib.13.4, 20.5.

German (Pape)

[Seite 1200] απος, ὁ, = Vorigem; οἱ θέραπες Eur. Suppl. 762 Ion 99; Strat. 71 (XII, 229); βακχιακὸν θέραπα Leon. Tar. 37 (Plan. 306).

Greek (Liddell-Scott)

θέραψ: ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ θεράπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, Πολυδ. Ϛ΄, 122.

French (Bailly abrégé)

απος (ὁ) :
c. θεράπων serviteur.
Étymologie: pê de θέρω.

Greek Monolingual

θέραψ, ὁ (Α)
θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θεράπων.
ΠΑΡ. θεραπεύω
αρχ.
θεράπιον, θεραπίς.

Greek Monotonic

θέραψ: -ᾰπος, ὁ, σπάνιος ποιητ. τύπος αντί θεράποντος· ονομ. πληθ. θέραπες, σε Ευρ., Ανθ. Π.