ἰσηγορία: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῑον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῑον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἀγορεύω]]), ισόνομη [[ελευθερία]] λόγου, [[παρρησία]], και γενικά, [[ισονομία]], [[ισότητα]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσηγορία Medium diacritics: ἰσηγορία Low diacritics: ισηγορία Capitals: ΙΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: isēgoría Transliteration B: isēgoria Transliteration C: isigoria Beta Code: i)shgori/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A equal right of speech, and generally, political equality, Hdt.5.78, Eup.291, X.Cyr.1.3.10, Zeno Stoic.1.54, Phld.Hom.p.20O., etc.; ἰ. καὶ ἐλευθερία D.21.124; ἰ. καὶ παρρησία Jul.Or.1.17b.

German (Pape)

[Seite 1263] ἡ, gleiche Freiheit, gleiche Berechtigung zu reden, bes. in Staats- u. Gerichtssachen zu sprechen u. mitzustimmen; Her. 5, 78; Xen. Ath. 1, 12; καὶ ἐλευθερία Dem. 21, 124; gilt immer als Zeichen der vollendeten Demokratie; Pol. 2, 38, 6. 7, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴση ἐλευθερία γλώσσης, παρρησία, καὶ καθόλου, ὡς τὸ ἰσονομία, ἰσότης, Ἡρόδ. 5. 78, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ἰσ. καὶ ἐλευθερία Δημ. 555. 16· ἴδε μετουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
liberté de parler égale pour tous ; égalité de droits dans un État démocratique.
Étymologie: ἴσος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.

Greek Monotonic

ἰσηγορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀγορεύω), ισόνομη ελευθερία λόγου, παρρησία, και γενικά, ισονομία, ισότητα, σε Ηρόδ., Ξεν.