καθότι: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[καθότι]] και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. [[κατότι]] και κατ' ὅ,τι)<br /><b>1.</b> [[κατά]] [[ποιόν]] τρόπο, πώς ή [[καθώς]], όπως («[[καθότι]] γέγραπται»)<br /><b>2.</b> [[επειδή]], [[διότι]] (α. «δεν τον άκουσα, [[καθότι]] [[είμαι]] [[βαρήκοος]]» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, [[κατότι]] πρεσβύτατός τε εἴη», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. <i>καθ</i>' <i>ὅ</i>,<i>τι</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> αναφ. αντων. [[ὅστις]], <i>ἥτις</i>, <i>ὅ</i>,<i>τι</i>]. | |mltxt=(Α [[καθότι]] και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. [[κατότι]] και κατ' ὅ,τι)<br /><b>1.</b> [[κατά]] [[ποιόν]] τρόπο, πώς ή [[καθώς]], όπως («[[καθότι]] γέγραπται»)<br /><b>2.</b> [[επειδή]], [[διότι]] (α. «δεν τον άκουσα, [[καθότι]] [[είμαι]] [[βαρήκοος]]» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, [[κατότι]] πρεσβύτατός τε εἴη», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. <i>καθ</i>' <i>ὅ</i>,<i>τι</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> αναφ. αντων. [[ὅστις]], <i>ἥτις</i>, <i>ὅ</i>,<i>τι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθότι:''' Ιων. [[κατότι]] αντί καθ' [[ὅ τι]], κατά ποιο τρόπο, με τί είδους τρόπο, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. κατ-, for καθ' ὅ τι (which shd. perh. be written)
A in what manner, IG12.24.8, al., Hdt.7.2, Th.1.82, etc.; κ. γέγραπται as is written, SIG577.18 (Milet., iii/ii B.C.), etc.; so far as, inasmuch as, Plb.4.25.3, al.
German (Pape)
[Seite 1289] d. i. καθ' ὅτι, insofern, wofern, besser getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
καθότι: Ἰων. κατότι, ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· καθότι (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί τέλος θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον καθότι (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 comment, de quelle manière;
2 selon que, comme;
3 en ce que, en tant que ; dans la mesure où.
Étymologie: κατά, ὅ τι.
English (Strong)
from κατά; and ὅς and τὶς; according to which certain thing, i.e. as far (or inasmuch) as: (according, forasmuch) as, because (that).
English (Thayer)
(i. e. καθ' ὁ τί), according to what, i. e.
1. so far as, according as: Polybius 18,19 (36), 5; for כַּאֲשֶׁר, because that, because (cf. Winer's Grammar, § 53,8): L T Tr WH (for Rcc. διότι) in Polybius 18,21 (38),6).
3. as, just as: Baruch 6 (Epistle Jer.) Thucydides, et al.
Greek Monolingual
(Α καθότι και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ' ὅ,τι)
1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται»)
2. επειδή, διότι (α. «δεν τον άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ὅ,τι < κατά + αναφ. αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι].
Greek Monotonic
καθότι: Ιων. κατότι αντί καθ' ὅ τι, κατά ποιο τρόπο, με τί είδους τρόπο, σε Ηρόδ., Θουκ.