κατασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκεδάννυμι]] και κατασκεδαννύω και [[κατασκεδάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]]<br /><b>2.</b> [[χύνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ραντίζω]] («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, [[κἄπειτα]] κατεσκέδασαν θερμόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδίδω]] [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκεδάννυμι]] «[[διασκορπίζω]]»].
|mltxt=[[κατασκεδάννυμι]] και κατασκεδαννύω και [[κατασκεδάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]]<br /><b>2.</b> [[χύνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ραντίζω]] («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, [[κἄπειτα]] κατεσκέδασαν θερμόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδίδω]] [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκεδάννυμι]] «[[διασκορπίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκεδάννῡμι Medium diacritics: κατασκεδάννυμι Low diacritics: κατασκεδάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataskedánnymi Transliteration B: kataskedannymi Transliteration C: kataskedannymi Beta Code: kataskeda/nnumi

English (LSJ)

and κατασκεδαννύω (D.54.4 codd.), Att. fut.

   A -σκεδῶ Antiph.25:—scatter, pour upon or over, κατάχυσμα . . κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας D. l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας D.18.50; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c; λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2, etc.    2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap.18c:—Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min.320d; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) Lys.10.23; τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7.    3 Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.).    4 overthrow, destroy, IG12(9).1179.9 (Euboea).

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.

French (Bailly abrégé)

f. κατασκεδάσω, att. κατασκεδῶ;
1 répandre sur : τί τινος qch sur qqn ; fig. φήμην τινός PLAT, ὕβριν τινός PLUT répandre un bruit (ou un outrage) sur le compte de qqn;
2 répandre en gén. : κατεσκέδασται λόγος ἐν τῇ πόλει LYS un bruit s’est répandu dans la ville;
Moy. κατασκεδάννυμαι répandre qch à soi : κέρας XÉN répandre sa coupe sur.
Étymologie: κατά, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

κατασκεδάννυμι και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α)
1. διασκορπίζω, διασπείρω
2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.)
3. διαδίδω φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

κατασκεδάννῡμι: και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],
I. 1. διασκορπίζω ή περιχύνω, τικατά τινος, σε Αριστοφ.· επίσης, τί τινος, σε Δημ. κ.λπ.
2. κ. φήμην, διαδίδω φήμη εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.
3. Μέσ., περιχύνω ή ραντίζω τριγύρω, σε Ξεν.