λεπαστή: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[λεπάς]]<br />[[είδος]] ποτηριού που είχε [[σχήμα]] πεταλίδας. | |mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[λεπάς]]<br />[[είδος]] ποτηριού που είχε [[σχήμα]] πεταλίδας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπαστή:''' ἡ, είδος ποτηριού που έχει [[σχήμα]] πεταλίδας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(so Hdn.Gr.1.345) or λεπάστη, ἡ, (λεπάς)
A limpet-shaped drinking-cup, Ar.Pax916, Pherecr.95, Cratin.423 (pl.):—also λεπαστίς, ίδος, ἡ, AJA31.349 (vase), Hsch.
German (Pape)
[Seite 29] ἡ, ein napfschneckenförmiges (λεπάς) Trinkgefäß, od. nach Ath. XI, 485 von λάψαι be-, nannt, Ar. Pax 916; andere Beispiele bringt Ath. a. a. O. bei; auch λεπάστη accentuirt.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
vase en forme de coquillage.
Étymologie: λέπας.
Greek Monolingual
λεπαστή ή λεπάστη και λεπαστίς, -ίδος, ἡ (Α) λεπάς
είδος ποτηριού που είχε σχήμα πεταλίδας.
Greek Monotonic
λεπαστή: ἡ, είδος ποτηριού που έχει σχήμα πεταλίδας, σε Αριστοφ.