λέντιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λέντιον]])<br /><b>1.</b> λινό ύφασμα<br /><b>2.</b> αυτό που [[φορά]] [[κάποιος]] για να δουλέψει, [[ποδιά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλυμμα]] του κεφαλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>linteum</i> ή <i>lenteum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>linum</i> «λινό»].
|mltxt=το (AM [[λέντιον]])<br /><b>1.</b> λινό ύφασμα<br /><b>2.</b> αυτό που [[φορά]] [[κάποιος]] για να δουλέψει, [[ποδιά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλυμμα]] του κεφαλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>linteum</i> ή <i>lenteum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>linum</i> «λινό»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λέντιον:''' τό, Λατ. [[linteum]], ύφασμα, [[πετσέτα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέντιον Medium diacritics: λέντιον Low diacritics: λέντιον Capitals: ΛΕΝΤΙΟΝ
Transliteration A: léntion Transliteration B: lention Transliteration C: lention Beta Code: le/ntion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A linteum, cloth, napkin, towel, Peripl.M.Rubr.6 (pl.), Vit.Aesop.Oxy.2083.48, Ev.Jo.13.4, Inscr.Magn.116.34, BSA 27.228 (Sparta, ii A.D.):—hence λεντι-άριος, ὁ, prob.attendant at the bath, IG3.1160.72, 14.2323:

German (Pape)

[Seite 28] τό, das lat. linteum, N. T. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λέντιον: τό, τὸ Λατ. linteum, ὀθόνη λινοῦ, ὕφασμα, μάκτρον, «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, λίντεον· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. ὑπηρέτης ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.

English (Strong)

of Latin origin; a "linen" cloth, i.e. apron: towel.

English (Thayer)

λεντιου, τό (a Latin word, linteum), a linen cloth, towel (Arrian peripl. mar. rubr. 4): of the towel or apron, which servants put on when about to work (Suetonius, Calig. 26), Ev. Nicod. c. 10; cf. Thilo, Cod. Apocrypha, p. 582f.

Greek Monolingual

το (AM λέντιον)
1. λινό ύφασμα
2. αυτό που φορά κάποιος για να δουλέψει, ποδιά
μσν.-αρχ.
ιερατικό ένδυμα
αρχ.
κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. linteum ή lenteum < λατ. linum «λινό»].

Greek Monotonic

λέντιον: τό, Λατ. linteum, ύφασμα, πετσέτα, σε Καινή Διαθήκη