λιβάς: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στάζει, [[σταλαγμός]] υγρού, [[ιδίως]] νερού<br /><b>2.</b> [[είδος]] στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από [[αγγείο]] που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την [[επίδραση]] της θερμότητας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λιβάδες</i><br />α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έλη, στάσιμα νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβάς]] [[νυμφαία]]» — καθαρό πηγαίο [[νερό]], <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ὁ (Μ)<br />[[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λιβάς]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στάζει, [[σταλαγμός]] υγρού, [[ιδίως]] νερού<br /><b>2.</b> [[είδος]] στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από [[αγγείο]] που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την [[επίδραση]] της θερμότητας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λιβάδες</i><br />α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έλη, στάσιμα νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβάς]] [[νυμφαία]]» — καθαρό πηγαίο [[νερό]], <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ὁ (Μ)<br />[[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λιβάς]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[λείβω]]), [[καθετί]] που πέφτει ή στάζει, [[πηγή]], [[ρυάκι]], σε Σοφ., Ευρ.· [[στάσιμο]] [[νερό]], σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάς Medium diacritics: λιβάς Low diacritics: λιβάς Capitals: ΛΙΒΑΣ
Transliteration A: libás Transliteration B: libas Transliteration C: livas Beta Code: liba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (λείβω)

   A anything that drips or trickles, esp. spring, fount, stream, S.Ph.1215 (lyr.), E.Andr.116, 534 (lyr.); λ. νυμφαία Antiph.52.13; standing water, Babr.24.6: in pl., streams, λιβάσιν ὑδρηλαῖς . . πηγῆς A.Pers.613; δακρύων λιβάδες streams of tears, E.IT 1106 (lyr.); γάλακτος A.R.4.1735; also ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι Ephor.65 J.: in pl., also of pools of water that collect after rain, ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21, cf. Gal.6.627, Gp.2.6.14; of marshes, Thphr.HP2.4.4; cf. λιβάζω.    II vessel that drips when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, Hero Spir.2.8.

German (Pape)

[Seite 42] άδος, ἡ (λείβω), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα λιβάς, Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch λίψ.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάς: -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως πηγή, ῥύαξ, Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. νυμφαῖος· στάσιμον ὕδωρ, Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ ὄνομα λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ ἑλώδης γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα Πολυδ. Α΄, 238.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
tout liquide s’épanchant goutte à goutte en parl. de l’eau d’une source, de larmes.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.

Greek Monolingual

(I)
λιβάς, -άδος, ἡ (ΑM)
λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.)
αρχ.
1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού
2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την επίδραση της θερμότητας
3. στον πληθ. αἱ λιβάδες
α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», Αισχύλ.
β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», Ευρ.)
β) έλη, στάσιμα νερά
4. φρ. «λιβάς νυμφαία» — καθαρό πηγαίο νερό, (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -άς].———————— (II)
λιβάς, -άδος, ὁ (Μ)
λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λιβάς (), με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

λῐβάς: -άδος, ἡ (λείβω), καθετί που πέφτει ή στάζει, πηγή, ρυάκι, σε Σοφ., Ευρ.· στάσιμο νερό, σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.