ὀξύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
|mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), αυτός που έχει [[γρήγορα]] φτερά, <i>τὰ ὀξύπτερα</i>, [[γρήγορα]] φτερά, σε Αίσωπ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπτερος Medium diacritics: ὀξύπτερος Low diacritics: οξύπτερος Capitals: ΟΞΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: oxýpteros Transliteration B: oxypteros Transliteration C: oksypteros Beta Code: o)cu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A sharp- or swift-winged: as Subst. ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52 ; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13) :—also ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.8.

German (Pape)

[Seite 354] schnellflügelig, vom Habicht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., ἱέραξ, Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes rapides, au vol rapide.
Étymologie: ὀξύς, πτερόν.

Greek Monolingual

ὀξύπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες
2. το αρσ. ως ουσ. ὀξύπτερος
α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος
β) το γεράκι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον
το γεράκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα
τα γρήγορα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πτερόν.

Greek Monotonic

ὀξύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, τὰ ὀξύπτερα, γρήγορα φτερά, σε Αίσωπ.