ὀξυθυμία: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυθύμια]], τὰ (Α)<br />τόποι σε σταυροδρόμια τριών [[δρόμων]] [[κοντά]] σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν [[έτσι]] [[γιατί]] τη [[φωτιά]] τήν άναβαν με κλάδους του φυτού [[θύμος]], οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύθυμον]], [[ονομασία]] φυτού<br /><b>βλ. λ.</b> [[οξύθυμος]]]. | |mltxt=[[ὀξυθύμια]], τὰ (Α)<br />τόποι σε σταυροδρόμια τριών [[δρόμων]] [[κοντά]] σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν [[έτσι]] [[γιατί]] τη [[φωτιά]] τήν άναβαν με κλάδους του φυτού [[θύμος]], οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύθυμον]], [[ονομασία]] φυτού<br /><b>βλ. λ.</b> [[οξύθυμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠθῡμία:''' ἡ, [[ξαφνικός]] [[θυμός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A vivacity or instability of temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5 ; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.
Greek Monolingual
ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].