περιφείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[φειδώ]] και [[περισώζω]] ή [[διασώζω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[αποφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φείδομαι]] «[[προσέχω]], διαφυλάττω»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[φειδώ]] και [[περισώζω]] ή [[διασώζω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[αποφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φείδομαι]] «[[προσέχω]], διαφυλάττω»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιφείδομαι:''' αποθ., [[λυπάμαι]] και [[σώζω]], [[οικτίρω]] και [[χαρίζω]] την [[ζωή]] σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφείδομαι Medium diacritics: περιφείδομαι Low diacritics: περιφείδομαι Capitals: ΠΕΡΙΦΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: peripheídomai Transliteration B: peripheidomai Transliteration C: perifeidomai Beta Code: perifei/domai

English (LSJ)

   A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.).    2 to be careful, τοῦ μὴ . . [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.

German (Pape)

[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.

French (Bailly abrégé)

épargner soigneusement, gén..
Étymologie: περί, φείδομαι.

Greek Monolingual

Α
1. δείχνω φειδώ και περισώζω ή διασώζω κάτι
2. προσέχω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φείδομαι «προσέχω, διαφυλάττω»].

Greek Monotonic

περιφείδομαι: αποθ., λυπάμαι και σώζω, οικτίρω και χαρίζω την ζωή σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.