προμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br /><b>1.</b> [[προμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] μαχόμενος.
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br /><b>1.</b> [[προμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] μαχόμενος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμάχομαι:''' [ᾰ], αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[μάχομαι]] από [[πριν]], <i>ἁπάντων</i>, [[πριν]] από όλους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μάχομαι]] [[υπέρ]] ή για την [[υπεράσπιση]] κάποιου, <i>τινος</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμᾰχομαι Medium diacritics: προμάχομαι Low diacritics: προμάχομαι Capitals: ΠΡΟΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: promáchomai Transliteration B: promachomai Transliteration C: promachomai Beta Code: proma/xomai

English (LSJ)

   A fight before, fight in the front rank, ἁπάντων before all, Il.11.217, cf. 17.358, Th.6.69; οἱ προμαχόμενοι Plu.Ant.39, v.l. in D.S.18.44.    II fight for or in defence of, σοῦ Ar.V.957.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μάχομαι), dep. med., vorkämpfen, wie das Vorige, in den vordern Reihen der Krieger kämpfen, ἁπάντων, vor Allen, Il. 11, 217. 17, 358; – vor Einem stehend kämpfen, zum Schutze Jemandes, τινός, Ar. Vesp. 957; Luc. Alex. 36. – Auch = eher als ein Anderer kämpfen.

Greek (Liddell-Scott)

προμάχομαι: [ᾰ], ἀποθ., μάχομαι ἔμπροσθέν τινος, ἐν τῇ πρώτῃ τάξει, ἤθελον δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων Ἰλ. Λ. 217, Ρ. 358· οἱ προμαχόμενοι Διόδ. 18. 44, Πλουτ. Ἀντών. 39. ΙΙ. μάχομαι ὑπέρ τινος ἢ ὑπερασπίζων τινά, τινος Ἀριστοφ. Σφ. 957.

French (Bailly abrégé)

1 combattre devant, gén.;
2 combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, μάχομαι.

English (Autenrieth)

fight before one, Il. 11.217 and Il. 17.358.

Greek Monolingual

Α μάχομαι
1. προμαχίζω
2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος.

Greek Monotonic

προμάχομαι: [ᾰ], αποθ.,
I. μάχομαι από πριν, ἁπάντων, πριν από όλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάχομαι υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινος, σε Αριστοφ.