σκιαμαχέω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />combattre une ombre, <i>càd</i> un ennemi chimérique ; <i>Pass.</i> être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre <i>en parl. de paroles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[μάχομαι]]. | |btext=-ῶ :<br />combattre une ombre, <i>càd</i> un ennemi chimérique ; <i>Pass.</i> être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre <i>en parl. de paroles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκῐᾱμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[μάχομαι]]), [[μάχομαι]] σε χώρο με [[σκιά]], δηλ. στη [[σχολή]] (για πρακτική [[εξάσκηση]]), [[πολεμώ]] με μια [[σκιά]], δηλ. [[αγωνίζομαι]] [[μάταια]], [[σκιαμαχώ]], [[ματαιοπονώ]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A fight against a shadow, i.e. an imaginary opponent, and so, spar, Posidon.16 J., Plu.2.130e, Paus.6.10.3: πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν sparring with the sky, 'baying at the moon', Cratin. 17 (lyr.). II metaph., Pl.Ap.18d; πρὸς ἀλλήλους Id.R.520c; πρὸς ἡμᾶς αὐτούς Id.Lg.830c; πρὸς τὸν οὐκέτι ἐν ζῶσιν ὄντα Πλάτωνα ἐσκιαμάχει Numen. ap. Eus.PE14.6:—Pass., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα thrown out at random in disputations, Luc.Pisc.35.—σκιομαχέω is a later form in codd. of Ph.1.356, Antyll. ap. Orib.6.29.3.
German (Pape)
[Seite 898] im Schatten, zu Hause oder in der Schule fechten, eine Art Uebung mit Händen u. Füßen, Posidon. bei Ath. V, 154 a; – mit einem Schatten fechten, Plat. πρὸς ἀλλήλους, Rep. VII, 520 c; vgl. Apol. 18 d, ἀνάγκη ἀτεχνῶς ὥςπερ σκιαμαχεῖν ἀπολογούμενόν τε καὶ ἐλέγχειν μηδενὸς ἀποκρινομένου; u. so Folgde; καθάπερ ἐπὶ τοῦ σκιαμαχοῦντος καὶ κενὰς ἐπιφέροντος τὰς χεῖρας, Plut. plac. phil. 4, 12; Luc. Hertmot. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱμᾰχέω: μάχομαι ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ (χάριν ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ αὐτόθι Schweigh. II. μάχομαι πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· μάχομαι, ἀγωνίζομαι ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω εἶναι τύπος μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre une ombre, càd un ennemi chimérique ; Pass. être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre en parl. de paroles.
Étymologie: σκιά, μάχομαι.
Greek Monotonic
σκῐᾱμᾰχέω: μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι σε χώρο με σκιά, δηλ. στη σχολή (για πρακτική εξάσκηση), πολεμώ με μια σκιά, δηλ. αγωνίζομαι μάταια, σκιαμαχώ, ματαιοπονώ, σε Πλάτ.