συκοφαντία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />η [[ενέργεια]] του συκοφάντη, [[ψευδής]] και αβάσιμη [[κατηγορία]], [[διαβολή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρερμηνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογική]] [[απάτη]], [[σόφισμα]]<br /><b>2.</b> [[καταπίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — [[δίνω]] [[αφορμή]] για ψευδή [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «συκοφαντίαν τινί [[προσάγω]]» — [[χρησιμοποιώ]] ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια [[υπόθεση]] (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />η [[ενέργεια]] του συκοφάντη, [[ψευδής]] και αβάσιμη [[κατηγορία]], [[διαβολή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρερμηνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογική]] [[απάτη]], [[σόφισμα]]<br /><b>2.</b> [[καταπίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — [[δίνω]] [[αφορμή]] για ψευδή [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «συκοφαντίαν τινί [[προσάγω]]» — [[χρησιμοποιώ]] ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια [[υπόθεση]] (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῡκοφαντία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψευδής]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], [[δυσφήμηση]], [[καταλαλιά]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], [[στρεψοδικία]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντία Medium diacritics: συκοφαντία Low diacritics: συκοφαντία Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ
Transliteration A: sykophantía Transliteration B: sykophantia Transliteration C: sykofantia Beta Code: sukofanti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vexatious or dishonest prosecution, chicane, barratry, blackmail, Lys.4.14, 28.6 (pl.), X.HG2.3.12, D.18.249, Charondas ap.D.S.12.12; σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν employ chicane in the case, D.19.98; τοῖς οἰκείοις σ. δέδωκεν has given them an opportunity for chicane, Id.23.67, cf. POxy. 472.33 (ii A.D.); contrasted with φήμη, Aeschin.2.145; [γραφὴ] συκοφαντίας Arist.Ath.59.3; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε Lys.13.65.    2 oppression, σ. πένητος LXX Ec.5.7, cf. Ps.118(119).134; extortion, PTeb.43.36 (ii B.C.); τὸ τακτὸν εἰς τὸ πρόστιμον τῆς σ. PFlor.6.6 (iii A.D.).    II quibble, sophism, Arist.Rh. 1402a15, cf. EE1221b7.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Wesen oder Betragen eines Sykophanten, die falsche Anklage, Verleumdung; Ar. Equ. 435 συκοφαντίας πνεῖν (s. aber das Folgde); Xen. Hell. 2, 3, 13; συκοφαντίαν δέδωκε, Dem. 23, 67, Gelegenheit zu falschen Beschuldigungen; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν, 19, 98.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· συκοφαντίας γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ ἀπάτη, σόφισμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 métier de sycophante, délation, calomnie;
2 fraude, sophisme.
Étymologie: συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συκοφάντης
η ενέργεια του συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή
μσν.
παρερμηνεία
αρχ.
1. λογική απάτη, σόφισμα
2. καταπίεση
3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.)
β) «συκοφαντίαν τινί προσάγω» — χρησιμοποιώ ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια υπόθεση (Δημοσθ.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συκοφάντης
η ενέργεια του συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή
μσν.
παρερμηνεία
αρχ.
1. λογική απάτη, σόφισμα
2. καταπίεση
3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.)
β) «συκοφαντίαν τινί προσάγω» — χρησιμοποιώ ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια υπόθεση (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

σῡκοφαντία: ἡ,
I. ψευδής κατηγορία, διαβολή, δυσφήμηση, καταλαλιά, σε Ξεν. κ.λπ.
II. σόφισμα, σοφιστεία, στρεψοδικία, σε Αριστ.