σφωΐτερος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφῶϊ]], αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο [[δικός]] σας («σφωΐτερον... [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για το β' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] σου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφω</i>/[[σφῶϊ]] «εσείς οι δύο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφωέ]], αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο [[δικός]] τους<br /><b>2.</b> [[αντί]] της κτητ. αντων. [[σφέτερος]], -[[τέρα]], -<i>ον</i><br /><b>3.</b> (και για το γ' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφωέ]]/<i>σφωϊν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφεῖς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφέ</i>-<i>τερος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφῶϊ]], αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο [[δικός]] σας («σφωΐτερον... [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για το β' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] σου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφω</i>/[[σφῶϊ]] «εσείς οι δύο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφωέ]], αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο [[δικός]] τους<br /><b>2.</b> [[αντί]] της κτητ. αντων. [[σφέτερος]], -[[τέρα]], -<i>ον</i><br /><b>3.</b> (και για το γ' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφωέ]]/<i>σφωϊν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφεῖς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφέ</i>-<i>τερος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφωΐτερος:''' [ῐ], -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> κτητ. επίθ. του [[σφῶϊ]], του δυϊκ. της προσ. αντων. βʹ προσ., αυτός που ανήκει σε σας τους [[δύο]]· σφωΐτερον [[ἔπος]], τα [[λόγια]] των δυο σας, σε Ομήρ. Ιλ.· για το βʹ πρόσ. ενικ., [[δικός]] [[σου]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> για το γʹ πρόσ. ενικ., [[δικός]] του, δική του, Λατ. [[suus]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφωΐτερος Medium diacritics: σφωΐτερος Low diacritics: σφωΐτερος Capitals: ΣΦΩΪΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sphōḯteros Transliteration B: sphōiteros Transliteration C: sfoiteros Beta Code: sfwi/+teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, possess. Adj. of σφῶϊ, Pron. of 2nd pers. dual,

   A of you two, σ. ἔπος the word of you two, Hera and Athena, Il.1.216.    2 of σφωέ, Pron. of 3rd pers. dual, of them two or both of them, Antim.10,13.    II = σφέτερος in A.R.:    1 for 2nd pers. pl., your own, your, 4.454.    2 for 2nd pers. sg., thine own, thine, thy, 3.395.    3 for 3rd pers. sg., his or her own, 2.465,544, al. (so Theoc.25.55); his or her, 1.643, 3.600.    4 for 3rd pers. pl., their own, 1.1286, Man.2.190.

German (Pape)

[Seite 1053] possess. Adj. 1) der zweiten Person im, dual., σφῶϊ, euer beider, euch beiden eigen, Il. 1, 216. – 2) der dritten Person, im dual., ihrer beider, ihnen beiden eigen, Antimach. bei Apoll. D. de pron. 373. – 3) = σφέτερος, Ap. Rh., sowohl in gerader Form als reflexiv, sein, 1, 643. 3, 600; auch für die 2. Pers. sing., dein, 3, 395; vgl. Theocr. 22, 67.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. poss. au sens :
I. du duel : (2ᵉ pers.) à vous deux (v. σφῶϊ);
II. du sg. :
1 (3ᵉ pers.) son, sa, au sens réfléchi du lat. suus;
2 (2ᵉ pers.) ton, ta.
Étymologie: σφῶϊ.

Greek Monolingual

(I)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφῶϊ, αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.)
2. (και για το β' εν. πρόσ.) ο δικός σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].———————— (II)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφωέ, αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο δικός τους
2. αντί της κτητ. αντων. σφέτερος, -τέρα, -ον
3. (και για το γ' εν. πρόσ.) ο δικός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφωέ/σφωϊν (βλ. λ. σφεῖς) + κατάλ. -τερος (πρβλ. σφέ-τερος)].

Greek Monotonic

σφωΐτερος: [ῐ], -α, -ον,
1. κτητ. επίθ. του σφῶϊ, του δυϊκ. της προσ. αντων. βʹ προσ., αυτός που ανήκει σε σας τους δύο· σφωΐτερον ἔπος, τα λόγια των δυο σας, σε Ομήρ. Ιλ.· για το βʹ πρόσ. ενικ., δικός σου, σε Θεόκρ.
2. για το γʹ πρόσ. ενικ., δικός του, δική του, Λατ. suus, στον ίδ.