ὑπεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]] ή με επιτήδειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπροφεύγω]] «[[φεύγω]] [[μακριά]] από κάποιον, [[ξεφεύγω]]»].
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]] ή με επιτήδειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπροφεύγω]] «[[φεύγω]] [[μακριά]] από κάποιον, [[ξεφεύγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροφεύγω Medium diacritics: ὑπεκπροφεύγω Low diacritics: υπεκπροφεύγω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypekpropheúgō Transliteration B: hypekpropheugō Transliteration C: ypekprofeygo Beta Code: u(pekprofeu/gw

English (LSJ)

   A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.