ψελλισμός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[ψελλίζω]]<br />[[δυσχερής]] [[άρθρωση]] τών λέξεων, [[ψέλλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δάσκαλο) [[βραδύτητα]] ομιλίας<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]] [[τρόπος]] ομιλίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] για νόσο) η πρώτη αμυδρή και [[ασαφής]] [[εμφάνιση]] («ποδάγρας [[ψελλισμός]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΑ [[ψελλίζω]]<br />[[δυσχερής]] [[άρθρωση]] τών λέξεων, [[ψέλλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δάσκαλο) [[βραδύτητα]] ομιλίας<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]] [[τρόπος]] ομιλίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] για νόσο) η πρώτη αμυδρή και [[ασαφής]] [[εμφάνιση]] («ποδάγρας [[ψελλισμός]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψελλισμός:''' ὁ, μη [[ευκρινής]] [[προφορά]] του λόγου· μεταφ., ποδάγρας [[ψελλισμός]], [[αρχή]], [[προμήνυμα]] ποδάγρας, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλισμός Medium diacritics: ψελλισμός Low diacritics: ψελλισμός Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: psellismós Transliteration B: psellismos Transliteration C: psellismos Beta Code: yellismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A stammering, ψελλισμοὶ γλώσσης Plu.2.650e.    II metaph., indistinctness, ib.1066d, ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plu.Sull.26.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, das Stammeln, Stottern, Plut. adv. Stoic. 16 Syll. 26 Symp. 3, 3, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλισμός: ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς παιδίον, ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· τρόπος προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, προμήνυμα ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 défaut de prononciation qui empêche d’articuler nettement certains sons;
2 p. anal. caractère indécis d’un mal à son début.
Étymologie: ψελλίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψελλίζω
δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα
αρχ.
1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας
2. προσποιητός τρόπος ομιλίας
3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ψελλισμός: ὁ, μη ευκρινής προφορά του λόγου· μεταφ., ποδάγρας ψελλισμός, αρχή, προμήνυμα ποδάγρας, σε Πλούτ.