διαφυγή: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφῠγή:''' ἡ ([[διαφεύγω]]), [[καταφύγιο]], [[τρόπος]] διαφυγής, [[τρόπος]] απόδρασης, <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαφῠγή:''' ἡ ([[διαφεύγω]]), [[καταφύγιο]], [[τρόπος]] διαφυγής, [[τρόπος]] απόδρασης, <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῠγή:''' ἡ средство избежать, мера предосторожности (κινδύνου Plat.): οὐχ [[ὁρῶν]] ἑτέραν διαφυγὴν ἐκ τῶν παρόντων Plut. не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠγή Medium diacritics: διαφυγή Low diacritics: διαφυγή Capitals: ΔΙΑΦΥΓΗ
Transliteration A: diaphygḗ Transliteration B: diaphygē Transliteration C: diafygi Beta Code: diafugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt.321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
moyen d’échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
huida, modo de escape ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδεία Th.8.11, cf. D.C.57.5
c. gen. obj. τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ. Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a, τοῦ κινδύνου διαφυγάς I.AI 17.145
c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν παρόντων Plu.Alc.25.

Greek Monolingual

η (AM διαφυγή)
γλυτωμός
νεοελλ.
(για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων)
μσν.
καταφυγή, καταφύγιο.

Greek Monotonic

διαφῠγή: ἡ (διαφεύγω), καταφύγιο, τρόπος διαφυγής, τρόπος απόδρασης, τινος, από ένα πράγμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠγή: ἡ средство избежать, мера предосторожности (κινδύνου Plat.): οὐχ ὁρῶν ἑτέραν διαφυγὴν ἐκ τῶν παρόντων Plut. не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств.