ὑστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑστέρημα:''' -ατος, τό, [[έλλειμμα]], [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑστέρημα:''' -ατος, τό, [[έλλειμμα]], [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστέρημα Medium diacritics: ὑστέρημα Low diacritics: υστέρημα Capitals: ΥΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: hystérēma Transliteration B: hysterēma Transliteration C: ysterima Beta Code: u(ste/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, pénurie, indigence.
Étymologie: ὑστερέω.

English (Strong)

from ὑστερέω; a deficit; specially, poverty: that which is behind, (that which was) lack(-ing), penury, want.

English (Thayer)

ὑστερήματος, τό (ὑστερέω);
a. deficiency, that which is lacking: plural with a genitive of the thing whose deficiency is to be filled up, ἀνταναπληρόω, and θλῖψις under the end); τό ὑστέρημα with a genitive (or its equivalent) of the person, the absence of one, ὑμέτερον being taken objectively (Winer s Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,8); others take ὑμέτερον subjectively and render that which was lacking on your part); τό ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας, your absence, owing to which something was lacking in the service conferred on me (by you), poverty, want, destitution: Judges 18:10, etc.; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῑς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὑστέρημα: -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑστέρημα: ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.