καταιθύσσω: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταιθύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυματίζω]] ή [[επιπλέω]] προς τα [[κάτω]], πλόκαμοι [[νῶτον]] καταίθυσσον, σε Πίνδ.· [[Κάστωρ]] καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την [[λάμψη]] του στο [[παραγώνι]], στον ίδ. | |lsmtext='''καταιθύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυματίζω]] ή [[επιπλέω]] προς τα [[κάτω]], πλόκαμοι [[νῶτον]] καταίθυσσον, σε Πίνδ.· [[Κάστωρ]] καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την [[λάμψη]] του στο [[παραγώνι]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταιθύσσω:''' (сверху) бросать свет, освещать, озарять (τι Pind.): πλόκαμοι [[ἅπαν]] [[νῶτον]] καταίτυσσον Pind. блистающей волной кудри покрывали всю спину. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.
German (Pape)
[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.
French (Bailly abrégé)
faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.
English (Slater)
καταιθύσσω
a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)
Greek Monolingual
καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].
Greek Monotonic
καταιθύσσω: μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταιθύσσω: (сверху) бросать свет, освещать, озарять (τι Pind.): πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίτυσσον Pind. блистающей волной кудри покрывали всю спину.