ὑπόμαργος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόμαργος:''' -ον, κάπως [[τρελός]], [[έξαλλος]], σε συγκρ. <i>ὑπομαργότερος</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑπόμαργος:''' -ον, κάπως [[τρελός]], [[έξαλλος]], σε συγκρ. <i>ὑπομαργότερος</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόμαργος:''' (только compar.) несколько сумасбродный, не в своем уме, помешанный Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A somewhat mad, crazy, only in Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29,145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.
German (Pape)
[Seite 1225] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμαργος: -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu querelleur, provocant;
Cp. ὑπομαργότερος.
Étymologie: ὑπό, μάργος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μάργος «τρελός, μανιακός»].
Greek Monotonic
ὑπόμαργος: -ον, κάπως τρελός, έξαλλος, σε συγκρ. ὑπομαργότερος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμαργος: (только compar.) несколько сумасбродный, не в своем уме, помешанный Her.