ἀποκομιδή: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκομῐδή:''' ἡ (ἀποκομίζομαι), [[αποκόμιση]], [[μεταφορά]], [[επιστροφή]], [[επανάκτηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀποκομῐδή:''' ἡ (ἀποκομίζομαι), [[αποκόμιση]], [[μεταφορά]], [[επιστροφή]], [[επανάκτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκομῐδή:''' ἡ<b class="num">1)</b> возвращение Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> увод, увоз (πλοίων Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A carrying away, Plb.24.6.3. II (from Pass.) getting away or back, return, Th.1.137.
German (Pape)
[Seite 308] ἡ, 1) die Zurückkunft, Thuc. 1, 137. – 2) das Fortführen, Abfahrt, πλοίων Pol. 25, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομῐδή: ἡ, ἀποκόμισις, μεταφορά, Πολύβ. 25. 7, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπιστροφὴ ἐπάνοδος, Θουκ. 1. 137.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 transport au loin, exportation;
2 retour.
Étymologie: ἀποκομίζω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 vuelta, retorno ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀ. ἐγίγνετο Th.1.137, cf. D.C.51.13.5.
2 envío αὐτῶν (τὰ πλοῖα) Plb.24.6.3, οἴνου POxy.1947.2 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ἀποκομιδή, η (Α) αποκομίζω
1. αποκόμιση, μεταφορά
2. επιστροφή, επάνοδος.
Greek Monotonic
ἀποκομῐδή: ἡ (ἀποκομίζομαι), αποκόμιση, μεταφορά, επιστροφή, επανάκτηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκομῐδή: ἡ1) возвращение Thuc.;
2) увод, увоз (πλοίων Polyb.).