ζιζάνιον: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζιζάνιον:''' τό, αγριόχορτο που αναπτύσσεται [[ανάμεσα]] σε καλλιέργειες σιτηρών, πιθ. το Λατ. [[lolium]]· στον πληθ., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ζιζάνιον:''' τό, αγριόχορτο που αναπτύσσεται [[ανάμεσα]] σε καλλιέργειες σιτηρών, πιθ. το Λατ. [[lolium]]· στον πληθ., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζιζάνιον:''' τό бот. плевел (Lolium temulentum) (ἐκριζῶσαι [[ἅμα]] τοῖς ζιζανίοις τὸν [[σῖτον]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, a weed that grows in wheat,
A = αἶρα 11, prob. darnel, Lolium temulentum, Gp.2.43, EM411.46: pl., Ev.Matt.13.25, Gp. 10.87.1. (Cf. Sumer. zizân 'wheat'.)
German (Pape)
[Seite 1140] τό, Unkraut im Getreide, = αἶρα, Geop., XLL.
Greek (Liddell-Scott)
ζιζάνιον: τό, = αἶρα ΙΙ., Λατ. zizanium, lolium, Γεωπ. 2. 43, Ε. Μ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 25, Γεωπ. 10. 87.
English (Strong)
of uncertain origin; darnel or false grain: tares.
English (Thayer)
ζιζανιου, τό (doubtless a word of Semitic origin; Arabic <BITMAP:Arabic3>, Syriac)NzYz (see Schaaf, Lex. under the word, p. 148), Talmud זֲוָנִין or זוּנִין; Suidas ζιζάνιον. ἡ ἐν τῷ σίτῳ αἰρα), zizanium (A. V. tares), a kind of darnel, bastard wheat (but see references below), resembling wheat except that the grains are black: Geoponica (for references see B. D. American edition, p. 3177 note)). Cf. Winer s RWB under the word Lolch; Furrer in Schenkel B. L. 4:57; (B. D., and Tristram, Nat. Hist. of the Bible, under the word <TOPIC:Tares>).
Greek Monotonic
ζιζάνιον: τό, αγριόχορτο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε καλλιέργειες σιτηρών, πιθ. το Λατ. lolium· στον πληθ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ζιζάνιον: τό бот. плевел (Lolium temulentum) (ἐκριζῶσαι ἅμα τοῖς ζιζανίοις τὸν σῖτον NT).