ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντεπιβουλεύω:''' <b class="num">1)</b> со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ [[μᾶλλον]] ἢ ἀ. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.
Spanish (DGE)
maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
•abs. Th.3.12.
Greek Monolingual
ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιβουλεύω: 1) со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2) устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).