ἀπέρεισις: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπέρεισις]], η (Α) [[απερείδω]]<br /><b>1.</b> [[στήριξη]], [[αντίσταση]], [[ανθεκτικότητα]]<br /><b>2.</b> [[επιβολή]] ([[ἀπέρεισις]] τιμωρίας). | |mltxt=[[ἀπέρεισις]], η (Α) [[απερείδω]]<br /><b>1.</b> [[στήριξη]], [[αντίσταση]], [[ανθεκτικότητα]]<br /><b>2.</b> [[επιβολή]] ([[ἀπέρεισις]] τιμωρίας). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπέρεισις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> давление, нажим, упор Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A leaning upon, pressure, resistance, Pl.Cra.427a; ἀ. πρὸς τὰς χεῖρας Arist.IA705a18, cf. Pr.885b1. II infliction, τιμωρίας Plu.2.1130d.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, das Aufstützen, Feststämmen, Plat. Crat. 427 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀπερείδεσθαι ἐπί τινος, στηρίζεσθαι, πίεσις, ἀντίστασις, Πλάτ. Κρατ. 427Α· ἀντ. πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 3, Προβλ. 5. 40, 6. ΙΙ. ἐπιβολή, τιμωρίας Πλούτ. 2. 1130D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 presión, apoyo τῆς γλώττης Pl.Cra.427a, cf. Arist.IA 705a18, Pr.885b1, ἀ. ἐπὶ τοὺς ὤμους Eleazarus en Eus.PE 8.9.21
•fig. ἐπὶ θηρία ... τὴν ἀ. πεποίηνται Eleazarus en Eus.PE 8.9.10.
2 inflicción τιμωρίας Plu.2.1130d.
Greek Monolingual
ἀπέρεισις, η (Α) απερείδω
1. στήριξη, αντίσταση, ανθεκτικότητα
2. επιβολή (ἀπέρεισις τιμωρίας).
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρεισις: εως ἡ1) давление, нажим, упор Plat., Arst.;
2) присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.).