κατήγορος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήγορος:''' -ον, [[ενάγων]], [[μηνυτής]], [[κατήγορος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[προδότης]], [[καταδότης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατήγορος:''' -ον, [[ενάγων]], [[μηνυτής]], [[κατήγορος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[προδότης]], [[καταδότης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήγορος:''' ὁ, ἡ<br /><b class="num">1)</b> обличитель: τῶν φρονημάτων ἡ [[γλῶσσα]] ἀληθὴς γίγνεται κ. Aesch. язык правдиво раскрывает мысли; σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς Xen. верный признак порочного характера;<br /><b class="num">2)</b> обвинитель (ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὶ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήγορος Medium diacritics: κατήγορος Low diacritics: κατήγορος Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: katḗgoros Transliteration B: katēgoros Transliteration C: katigoros Beta Code: kath/goros

English (LSJ)

ὁ,

   A accuser, Hdt.3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κ. public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον, . . δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp.de Arte 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατήγορος: -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― προδότης ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 accusateur;
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.
Étymologie: κατά, ἀγορέω.

English (Strong)

from κατά and ἀγορά; against one in the assembly, i.e. a complainant at law; specially, Satan: accuser.

English (Thayer)

(κατήγωρ) ὁ, an accuser: G L T WH. It is a form unknown to Greek writers, a literal transcription of the Hebrew קָטִיגור, a name given to the devil by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae Hebrew i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)).

Greek Monolingual

ο (AM κατήγορος)
1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον του δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)
2. αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο επικριτής (α. «ο κακός οπού ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.
β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)
(νεολλ.) φρ. «δημόσιος κατήγορος» — η κατηγορούσα αρχή, ο δικαστικός υπάλληλος που διατυπώνει την κατηγορία εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο εισαγγελέας
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει κάτι κακό, ο καταδότης («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. παρ-ήγορος, συν-ήγορος
το -η οφείλεται στη λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση» αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικ-ηγόρος, ετυμ-ηγόρος, παρ-ήγορος, συν-ήγορος].

Greek Monotonic

κατήγορος: -ον, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, σε Ηρόδ., Σοφ.· προδότης, καταδότης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατήγορος: ὁ, ἡ
1) обличитель: τῶν φρονημάτων ἡ γλῶσσα ἀληθὴς γίγνεται κ. Aesch. язык правдиво раскрывает мысли; σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς Xen. верный признак порочного характера;
2) обвинитель (ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὶ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT).