ἀσταφίς: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστᾰφίς:''' -[[ίδος]], ἡ (<i>α ευφωνικό</i>, [[σταφίς]]), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. [[uva]] passa, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀστᾰφίς:''' -[[ίδος]], ἡ (<i>α ευφωνικό</i>, [[σταφίς]]), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. [[uva]] passa, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰφίς:''' ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰφίς Medium diacritics: ἀσταφίς Low diacritics: ασταφίς Capitals: ΑΣΤΑΦΙΣ
Transliteration A: astaphís Transliteration B: astaphis Transliteration C: astafis Beta Code: a)stafi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,

   A dried grapes, raisins, IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), Hdt.2.40, Alex.127.4, etc.: pl., ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει] Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA595b10; ἀσταφίδος οἶνος raisin-wine, Pl.Lg.845b: ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; στᾰφίς, Hp.Acut.64, Theoc.27.9, etc.    II = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.HN23.17. (ἀσταφίς is prob. by assimilation from ὀσταφίς; cf. ἀστακός.)

German (Pape)

[Seite 374] ίδος, ἡ, = σταφίς, mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· χρήσιμος πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος οἶνος, ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται προσέτι καὶ ὀσταφίς, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· ὡσαύτως καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ῥιζικὸς τύπος· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. ἀστακός, ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. σταφίς.
Étymologie: ἀ- prosth., σταφίς.

Spanish (DGE)

(ἀστᾰφίς) -ίδος, ἡ

• Alolema(s): ὀσταφίς Cratin.131, Nicopho 12; σταφίς Hp.Acut.64, Morb.2.32, Nat.Mul.95, Theoc.27.10, Nic.Th.943, PCair.Zen.13.16 (III a.C.), ID 464.5 (II a.C.), LXX Nu.6.3, Dsc.4.152, AP 5.304, Moer.32, PIFAO 3.14.5 (III d.C.), Sch.D.T.336.8, Hsch.s.u. ἀσταφίς, PVatic.Aphrod.13.7 (VI d.C.)

• Morfología: [ac. sg. σταφίν PIFAO l.c.]
1 sg. colect. pasas, IG 5(1).1.13 (Tegea V a.C.), Hdt.2.40, Com.Adesp.1342, Aen.Tact.29.6, Thphr.HP 9.12.1, PCair.Zen.l.c., ID l.c., AP l.c., LXX Nu.l.c., PIFAO l.c., Moer.l.c., Hsch., PVatic.Aphrod.l.c.
ἀσταφίδος οἶνος Pl.Lg.845b, οἶνος ἐκ τῆς ἀσταφίδος Plb.6.11a.4, οἶνος ἀπὸ ἀσταφίδος PRyl.583.74 (II a.C.)
usadas como medicina en infusión, Hp.Acut.64, Nat.Mul.102, Dieuch.18.9
empleada la pulpa de la pasa en uso tópico ἀ. μελαίνη Hp.Nat.Mul.51, Mul.1.42, σταφίς λευκή Hp.Morb.2.32
como componente de fórmulas farmacológicas ἀ. λευκή Hp.Morb.3.17
en plu. ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα Cratin.l.c., ἡ Ῥόδος παρέχει ἀσταφίδας Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA 595b10.
2 ἀ. ἀγρία albarraz, Delphinium staphisagria L., Hp.Nat.Mul.95, Dsc.4.152, Ps.Dsc.4.152, Gal.11.842, PYale 77.26 (II d.C.), astaphis agria siue staphis Plin.HN 23.17, Cels.3.21.7, tb. σταφὶς ἀγρότερα Nic.Th.943.

• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. σταφυλή y vocal protética.

Greek Monolingual

ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α)
1. η σταφίδα
2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.-Αττ.) είναι πιθ. ο αρχαιότερος. Το θέμα των τ. θυμίζει αυτό της λ. σταφυλή «τσαμπί», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη φυτών ή φυτικά προϊόντα, πρβλ. κεδρίς, κεφαλίς. Το α- του τ. ασταφίς ή είναι προθεματικό ή προϊόν φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. σταφίς πιθ. < ασταφίς, με σίγηση του α-].

Greek Monotonic

ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ (α ευφωνικό, σταφίς), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. uva passa, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰφίς: ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat.